- τριακοστημόριον
- τρῐᾱκοστημόριον, τό, [dialect] Ion. [pref] τρῐηκ-,A a thirtieth part, Hp.Oct.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριακοστημόριον — a thirtieth part neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοστημόριον — και ιων. τ. τριηκοστημόριον, τὸ, Α το ένα τριακοστό ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοστός + μόριον (πρβλ. τεταρτ η μόριον)] … Dictionary of Greek
τριακοστημορίων — τριακοστημόριον a thirtieth part neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοστημορίῳ — τριακοστημόριον a thirtieth part neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)